- κιτρινιάρης
- -α, -ικο [κίτρινος]κίτρινος στην όψη, χλομός, ωχρός από αρρώστια ή από νοσηρή ιδιοσυγκρασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιτρινιάρης, -άρα, -άρικο — κιτρινιάρης, α, ικο αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, αρρωστιάρης: Μας κάνει τον καμπόσο, ο κιτρινιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
δίυγρος — δίυγρος, ον (Α) 1. εντελώς υγρός, διάβροχος 2. κορεσμένος, πλήρης 3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια 4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης 5. ασθενικός, μαλθακός … Dictionary of Greek
ζαγανιάρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 53 κάτ.) της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * και ζαγγανιάρης, άρα, άρικο καχεκτικός, κιτρινιάρης, αρρωστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγανάς + κατάλ. ιαρης (πρβλ. κουλτουρ ιάρης,… … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
πεπονώδης — ες / πεπονώδης, ῶδες, ΝΑ [πέπων, ονος] νεοελλ. ο πεπονοειδής αρχ. (ιδίως για το πρόσωπο ασθενούς ο οποίος έχει πυρετό) ο όμοιος με το πεπόνι, ιδίως ως προς το χρώμα, κιτρινιάρης … Dictionary of Greek
σπληνιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από διόγκωση τής σπλήνας 2. καχεκτικός, κιτρινιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] … Dictionary of Greek
χλεμπονιάρης — α, ικο, Ν αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κιτρινιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμπόνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης)] … Dictionary of Greek
ωχρίας — ὁ, Α αυτός που έχει ωχρή όψη, χλομό πρόσωπο, κιτρινιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. ίας (πρβλ. ποικιλ ίας)] … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο 1.χλομός, κιτρινιάρης: Είναι πολύ κίτρινος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου ή του λεμονιού: Το αυτοκίνητό μου είναι κίτρινο. 3. «κίτρινη φυλή», το σύνολο των λαών που έχουν κίτρινη επιδερμίδα. 4. «κίτρινος τύπος», το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)